ασπιδηφόρος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(6) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσπιδηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πολεμιστές) αυτός που φέρει [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[στρατιώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασπίς]] (- | |mltxt=[[ἀσπιδηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πολεμιστές) αυτός που φέρει [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[στρατιώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασπίς]] (-ίδος) <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]. Το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>-οφείλεται σε λόγους μετρικούς ([[αποφυγή]] αλλεπάλληλων βραχέων)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:09, 1 March 2024
Greek Monolingual
ἀσπιδηφόρος, -ον (Α)
1. (για πολεμιστές) αυτός που φέρει ασπίδα
2. εκείνος που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», Ευρ.)
3. ως ουσ. ο στρατιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -φορος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν -η-οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων)].