καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
η (AM ἀποφυγή) αποφεύγω
το να αποφεύγει κάποιος κάτι
αρχ.
1. μέρος όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια
2. δικαιολογία, πρόφαση, υπεκφυγή.