καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
η (AM ἀποφυγή) αποφεύγωτο να αποφεύγει κάποιος κάτιαρχ.1. μέρος όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια2. δικαιολογία, πρόφαση, υπεκφυγή.