βραδινός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
(7) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και βραδυνός, -ή, -ό (Μ [[βραδινός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το [[βράδυ]], αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται [[κατά]] το [[βράδυ]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η βραδινή</i> και <i>βραδινιά</i> (Μ βραδινή)<br />το [[βράδυ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το βραδινό</i><br />το [[βράδυ]]. | |mltxt=και βραδυνός, -ή, -ό (Μ [[βραδινός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το [[βράδυ]], αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται [[κατά]] το [[βράδυ]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η βραδινή</i> και <i>βραδινιά</i> (Μ βραδινή)<br />το [[βράδυ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το βραδινό</i><br />το [[βράδυ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρᾰδινός:''' [[Sappho]] = [[ῥαδινός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 460] äol. = ῥαδινός, Sapph. frg. 32.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδινός: -ά, -όν, Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ῥαδινός, Σαπφ. Ἀποσπ. 32, 34.
Greek Monolingual
και βραδυνός, -ή, -ό (Μ βραδινός, -ή, -όν)
1. ο σχετικός με το βράδυ, αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται κατά το βράδυ
2. το θηλ. ως ουσ. η βραδινή και βραδινιά (Μ βραδινή)
το βράδυ
3. το ουδ. ως ουσ. το βραδινό
το βράδυ.