γρᾴδιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration

Source
(8)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γρᾴδιον]], το (Α)<br /><b>βλ.</b> [[γραΐδιον]].
|mltxt=[[γρᾴδιον]], το (Α)<br /><b>βλ.</b> [[γραΐδιον]].
}}
{{elru
|elrutext='''γρᾴδιον:''' τό стяж. к [[γραΐδιον]].
}}
}}

Revision as of 18:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 503] τό, = γραΐδιον, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

contr. de γραΐδιον.

Spanish (DGE)

v. γραΐδιον.

Greek Monolingual

γρᾴδιον, το (Α)
βλ. γραΐδιον.

Russian (Dvoretsky)

γρᾴδιον: τό стяж. к γραΐδιον.