δευτερείος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(9)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=δευτερεῑος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο δεύτερης ποιότητας<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> α) τα [[δευτερεία]], η δεύτερη [[θέση]]<br />β) η δευτερεύουσα [[ενέργεια]].
|mltxt=δευτερεῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο δεύτερης ποιότητας<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> α) τα [[δευτερεία]], η δεύτερη [[θέση]]<br />β) η δευτερεύουσα [[ενέργεια]].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

δευτερεῖος, -α, -ον (Α)
1. ο δεύτερης ποιότητας
2. το ουδ. εν. ως ουσ. α) τα δευτερεία, η δεύτερη θέση
β) η δευτερεύουσα ενέργεια.