ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
δευτερεῖος, -α, -ον (Α)1. ο δεύτερης ποιότητας2. το ουδ. εν. ως ουσ. α) τα δευτερεία, η δεύτερη θέσηβ) η δευτερεύουσα ενέργεια.