δευτερούχος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source
(9)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=δευτεροῡχος, -ον (Α)<br />αυτός που κατέχει τη δεύτερη [[θέση]], που κατέχει τα [[δευτερεία]].
|mltxt=δευτεροῦχος, -ον (Α)<br />αυτός που κατέχει τη δεύτερη [[θέση]], που κατέχει τα [[δευτερεία]].
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

δευτεροῦχος, -ον (Α)
αυτός που κατέχει τη δεύτερη θέση, που κατέχει τα δευτερεία.