διπλή: Difference between revisions

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547
(9)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[διπλῆ]])<br /><b>βλ.</b> [[διπλός]].———————— <b>(II)</b><br />[[διπλῇ]] και διπλεῑ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> δύο φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[διπλούς]] <span style="color: red;">+</span> (επιρρ. κατάλ.) -<i>ῂ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλλαχῄ</i>, <i>διχῄ</i>)<br />το <i>δειπλεί</i> [[είναι]] [[δωρικός]] τ. του <i>διπλῄ</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[διπλῆ]])<br /><b>βλ.</b> [[διπλός]].<br /><b>(II)</b><br />[[διπλῇ]] και διπλεῑ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> δύο φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[διπλούς]] <span style="color: red;">+</span> (επιρρ. κατάλ.) -<i>ῂ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλλαχῄ</i>, <i>διχῄ</i>)<br />το <i>δειπλεί</i> [[είναι]] [[δωρικός]] τ. του <i>διπλῄ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:52, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η (AM διπλῆ)
βλ. διπλός.
(II)
διπλῇ και διπλεῑ (Α)
επίρρ. δύο φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλούς + (επιρρ. κατάλ.) - (πρβλ. αλλαχῄ, διχῄ)
το δειπλεί είναι δωρικός τ. του διπλῄ].