Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑλκτός: Difference between revisions

From LSJ

αἱ ἐν τοῖς πότοις συνουσία → drinking-parties

Source
(11)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑλκτός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που μπορεί να ελκυσθεί.
|mltxt=[[ἑλκτός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που μπορεί να ελκυσθεί.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλκτός:''' [adj. verb. к [[ἕλκω]] растяжимый (τὸ [[νεῦρον]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 12:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκτός Medium diacritics: ἑλκτός Low diacritics: ελκτός Capitals: ΕΛΚΤΟΣ
Transliteration A: helktós Transliteration B: helktos Transliteration C: elktos Beta Code: e(lkto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that can be drawn, tensile, Arist.GA743b5, Mete.385a16.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκτός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ ἑλκυσθῇ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 25.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
elástico, dúctil τὸ δὲ νεῦρον ξηρὸν καὶ ἑλκτόν Arist.GA 743b5, cf. Mete.386b14, 387a11, διαλέγεται ... περὶ ἑλκτοῦ καὶ ἀνέλκτου Olymp.in Mete.327.7.

Greek Monolingual

ἑλκτός, -ή, -όν (Α)
αυτός που μπορεί να ελκυσθεί.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκτός: [adj. verb. к ἕλκω растяжимый (τὸ νεῦρον Arst.).