ἐναυξάνω: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐναυξάνω]] (Α)<br />[[προκαλώ]] [[αύξηση]], [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]] («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐναυξάνομαι</i><br />[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι, [[αποκτώ]] [[επίδοση]] σε [[κάτι]].
|mltxt=[[ἐναυξάνω]] (Α)<br />[[προκαλώ]] [[αύξηση]], [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]] («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐναυξάνομαι</i><br />[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι, [[αποκτώ]] [[επίδοση]] σε [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐναυξάνω:''' μέλ. <i>-αυξήσω</i>, [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]], σε Ξεν.
}}
}}