Anonymous

ἐναυξάνω: Difference between revisions

From LSJ
11
(big3_14)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[acrecentar]], [[incrementar]] (οἱ πόνοι) ἐπιθυμίαν δ' ἀρετῆς ἐνηύξησαν X.<i>Cyn</i>.12.9.<br /><b class="num">2</b> intr., en v. med.-pas. [[crecer]], [[acrecentarse]] c. dat. de limitación ἐναυξηθέντες τῇ δυσχερείᾳ τοῦ βίου Them.<i>Or</i>.6.81b, (τρυφῇ) ἐναυξηθέντες Hdn.2.10.6, ταύτῃ ἐνηυξήθη τῇ πίστει Gr.Nyss.<i>Flacill</i>.489.15.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[acrecentar]], [[incrementar]] (οἱ πόνοι) ἐπιθυμίαν δ' ἀρετῆς ἐνηύξησαν X.<i>Cyn</i>.12.9.<br /><b class="num">2</b> intr., en v. med.-pas. [[crecer]], [[acrecentarse]] c. dat. de limitación ἐναυξηθέντες τῇ δυσχερείᾳ τοῦ βίου Them.<i>Or</i>.6.81b, (τρυφῇ) ἐναυξηθέντες Hdn.2.10.6, ταύτῃ ἐνηυξήθη τῇ πίστει Gr.Nyss.<i>Flacill</i>.489.15.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐναυξάνω]] (Α)<br />[[προκαλώ]] [[αύξηση]], [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]] («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐναυξάνομαι</i><br />[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι, [[αποκτώ]] [[επίδοση]] σε [[κάτι]].
}}
}}