ἐναυξάνω
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
aor. 1 ἐνηύξησα, increase, ἐπιθυμίαν ἀρετῆς X.Cyn.12.9:—Pass., c. dat., grow in... τρυφῇ Hdn.2.10.6; ἐναύξομαι, v.l. for ἀέξομαι, Emp.106.
Spanish (DGE)
1 acrecentar, incrementar (οἱ πόνοι) ἐπιθυμίαν δ' ἀρετῆς ἐνηύξησαν X.Cyn.12.9.
2 intr., en v. med.-pas. crecer, acrecentarse c. dat. de limitación ἐναυξηθέντες τῇ δυσχερείᾳ τοῦ βίου Them.Or.6.81b, (τρυφῇ) ἐναυξηθέντες Hdn.2.10.6, ταύτῃ ἐνηυξήθη τῇ πίστει Gr.Nyss.Flacill.489.15.
German (Pape)
[Seite 830] (s. αὐξάνω), darin vermehren, wachsen lassen, οἱ πόνοι ἐπιθυμίαν ἀρετῆς ἐνηύξησαν Xen. Cyn. 12, 9. – Pass., darin zunehmen, τινί, Sp., wie Hdn. 2, 10, 6.
French (Bailly abrégé)
faire croître dans ; Pass. croître dans.
Étymologie: ἐν, αὐξάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐναυξάνω: содействовать росту, увеличивать, усиливать (ἐπιθυμίαν ἀρετῆς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναυξάνω: κάμνω τι ν’ αὐξήσῃ, οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν... ἀρετῆς ἐνηύξησαν Ξεν. Κύν. 12. 9. ― Παθ., μετὰ δοτ., αὐξάνομαι, μεγαλώνω ἔν τινι, ἐναυξηθέντες τρυφῇ Ἡρῳδιαν. 2. 10· οὕτως ἐναύξομαι, διάφ. γρ. ἀντὶ τοῦ ἀέξομαι, Ἐμπεδ. 375.
Greek Monolingual
ἐναυξάνω (Α)
προκαλώ αύξηση, αυξάνω, μεγαλώνω («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», Ξεν.)
2. παθ. ἐναυξάνομαι
μεγαλώνω, αυξάνομαι, αποκτώ επίδοση σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐναυξάνω: μέλ. -αυξήσω, αυξάνω, μεγαλώνω, σε Ξεν.