επαναχωρώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(13)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπαναχωρῶ, -έω (Α)<br />αποσύρομαι, [[επανέρχομαι]], [[αναχωρώ]] (α. «παύεσθ', ἐπαναχωρεῑτε, μὴ σκωλεύετε», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἐπαναχωρήσασα πρὸς τὰ μετέωρα», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=ἐπαναχωρῶ, -έω (Α)<br />αποσύρομαι, [[επανέρχομαι]], [[αναχωρώ]] (α. «παύεσθ', ἐπαναχωρεῖτε, μὴ σκωλεύετε», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἐπαναχωρήσασα πρὸς τὰ μετέωρα», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:26, 13 October 2022

Greek Monolingual

ἐπαναχωρῶ, -έω (Α)
αποσύρομαι, επανέρχομαι, αναχωρώ (α. «παύεσθ', ἐπαναχωρεῖτε, μὴ σκωλεύετε», Αριστοφ.
β. «ἐπαναχωρήσασα πρὸς τὰ μετέωρα», Θουκ.).