πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
ἐπαναχωρῶ, -έω (Α)αποσύρομαι, επανέρχομαι, αναχωρώ (α. «παύεσθ', ἐπαναχωρεῖτε, μὴ σκωλεύετε», Αριστοφ.β. «ἐπαναχωρήσασα πρὸς τὰ μετέωρα», Θουκ.).