επαναχωρώ

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source

Greek Monolingual

ἐπαναχωρῶ, -έω (Α)
αποσύρομαι, επανέρχομαι, αναχωρώ (α. «παύεσθ', ἐπαναχωρεῖτε, μὴ σκωλεύετε», Αριστοφ.
β. «ἐπαναχωρήσασα πρὸς τὰ μετέωρα», Θουκ.).