επιμαστίδιος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(13)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμαστίδιος]], -ον (Α)<br />(για [[βρέφος]]) αυτός που θηλάζει [[ακόμη]] («ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι [[βρέφος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαστίδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαστός]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>υπο</i>-<i>μαστίδιος</i>)].
|mltxt=[[ἐπιμαστίδιος]], -ον (Α)<br />(για [[βρέφος]]) αυτός που θηλάζει [[ακόμη]] («ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι [[βρέφος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαστίδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαστός]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>υπο</i>-<i>μαστίδιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐπιμαστίδιος, -ον (Α)
(για βρέφος) αυτός που θηλάζει ακόμη («ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι βρέφος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -μαστίδιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. υπο-μαστίδιος)].