επισωρεύω: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
(14)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπισωρεύω]])<br />(<b>για πρόσ.</b>) (ενεργ. και μέσ.) [[συγκεντρώνω]], [[συσσωρεύω]], [[μαζεύω]] (α. «τα πλήθη [[βλέπω]] να επισωρεύωνται», Κάλβος<br />β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσσωρεύω]], [[σωριάζω]] («αυτός ο [[πόλεμος]] επισώρευσε πολλές συμφορές στη [[χώρα]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σωριάζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσθέτω]] [[κάτι]] στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῡ κυνικοῡ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», <b>Αθήν.</b>).
|mltxt=(AM [[ἐπισωρεύω]])<br />(<b>για πρόσ.</b>) (ενεργ. και μέσ.) [[συγκεντρώνω]], [[συσσωρεύω]], [[μαζεύω]] (α. «τα πλήθη [[βλέπω]] να επισωρεύωνται», Κάλβος<br />β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσσωρεύω]], [[σωριάζω]] («αυτός ο [[πόλεμος]] επισώρευσε πολλές συμφορές στη [[χώρα]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σωριάζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσθέτω]] [[κάτι]] στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῦ κυνικοῡ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», <b>Αθήν.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:24, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM ἐπισωρεύω)
(για πρόσ.) (ενεργ. και μέσ.) συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω (α. «τα πλήθη βλέπω να επισωρεύωνται», Κάλβος
β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)
νεοελλ.
συσσωρεύω, σωριάζω («αυτός ο πόλεμος επισώρευσε πολλές συμφορές στη χώρα»)
μσν.
σωριάζω πάνω σε κάτι
αρχ.
προσθέτω κάτι στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῦ κυνικοῡ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», Αθήν.).