ετερόγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ ἑτερόγαμος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ανόμοιους γαμέτες<br /><b>2.</b> αυτός που γονιμοποιείται με έμμεσο τρόπο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερόγαμα</i><br />τα φυτά τών οποίων τα [[άνθη]] ανήκουν σε δύο διαφορετικά γένη<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το μσν. [[ετερόγαμος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]], ενώ το νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειο<br /><b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>heterogamous</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hetero</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>gamous</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[γάμος]])].
|mltxt=-η, -ο (Μ ἑτερόγαμος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ανόμοιους γαμέτες<br /><b>2.</b> αυτός που γονιμοποιείται με έμμεσο τρόπο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερόγαμα</i><br />τα φυτά τών οποίων τα [[άνθη]] ανήκουν σε δύο διαφορετικά γένη<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το μσν. [[ετερόγαμος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]], ενώ το νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειο<br />[[πρβλ]]. αγγλ. <i>heterogamous</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hetero</i>- ([[πρβλ]]. <i>ετερο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>gamous</i> ([[πρβλ]]. [[γάμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑτερόγαμος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ανόμοιους γαμέτες
2. αυτός που γονιμοποιείται με έμμεσο τρόπο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερόγαμα
τα φυτά τών οποίων τα άνθη ανήκουν σε δύο διαφορετικά γένη
μσν.
αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. ετερόγαμος < ετερο- + γάμος, ενώ το νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειο
πρβλ. αγγλ. heterogamous < hetero- (πρβλ. ετερο-) + -gamous (πρβλ. γάμος)].