ετεροκλινής: Difference between revisions

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτεροκλινής]], -ές)<br />αυτός που ρέπει, που κλίνει [[προς]] το ένα από τα δύο μέρη («[[ἐπειδὴ]] ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ετεροκλινές</i><br />μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατηφορικός]] («ἑτεροκλινὲς [[χωρίον]]», κατηφορικό [[μέρος]], <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροκλινώς</i> (ΑΜ ἑτεροκλινῶς)<br />με [[κλίση]] [[προς]] το ένα μόνο [[μέρος]], [[προς]] τη μία [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>κλινής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτεροκλινής]], -ές)<br />αυτός που ρέπει, που κλίνει [[προς]] το ένα από τα δύο μέρη («[[ἐπειδὴ]] ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ετεροκλινές</i><br />μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατηφορικός]] («ἑτεροκλινὲς [[χωρίον]]», κατηφορικό [[μέρος]], <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροκλινώς</i> (ΑΜ ἑτεροκλινῶς)<br />με [[κλίση]] [[προς]] το ένα μόνο [[μέρος]], [[προς]] τη μία [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>κλινής</i>].
}}
}}

Revision as of 08:52, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἑτεροκλινής, -ές)
αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα από τα δύο μέρη («ἐπειδὴ ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ετεροκλινές
μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών
αρχ.
κατηφορικός («ἑτεροκλινὲς χωρίον», κατηφορικό μέρος, Ξεν.).
επίρρ...
ετεροκλινώς (ΑΜ ἑτεροκλινῶς)
με κλίση προς το ένα μόνο μέρος, προς τη μία πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + κλινής (< κλίνω), πρβλ. α-κλινής].