κατηφορικός

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ κατηφορικός, -ή, -όν) κατήφορος
αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω, επικλινής, κατωφερής («κατηφορικό μονοπάτι»).
επίρρ...
κατηφορικά
1. επικλινώς
2. διά μέσου κατηφορικού δρόμου.