εύδοξος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔδοξος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει καλή [[φήμη]], ο [[ένδοξος]], ο τιμημένος (α. «[[νέες]] εὐδοξόταται» — πρώτης τάξεως πλοία, <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐδόξως</i> (Α)<br /><b>1.</b> ένδοξα, [[λαμπρά]]<br /><b>2.</b> με τιμητική [[διάκριση]] («εὐδόξως στεφανῶσαί τινα», Μαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>δοξος</i>, [[παρά]]-<i>δοξος</i>].
|mltxt=[[εὔδοξος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει καλή [[φήμη]], ο [[ένδοξος]], ο τιμημένος (α. «[[νέες]] εὐδοξόταται» — πρώτης τάξεως πλοία, <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐδόξως</i> (Α)<br /><b>1.</b> ένδοξα, [[λαμπρά]]<br /><b>2.</b> με τιμητική [[διάκριση]] («εὐδόξως στεφανῶσαί τινα», Μαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), [[πρβλ]]. <i>έν</i>-<i>δοξος</i>, [[παρά]]-<i>δοξος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὔδοξος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει καλή φήμη, ο ένδοξος, ο τιμημένος (α. «νέες εὐδοξόταται» — πρώτης τάξεως πλοία, Ηρόδ.
β. «ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν», Θουκ.)
επίρρ...
εὐδόξως (Α)
1. ένδοξα, λαμπρά
2. με τιμητική διάκριση («εὐδόξως στεφανῶσαί τινα», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δοξος (< δόξα), πρβλ. έν-δοξος, παρά-δοξος].