εὔζωνος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[εύζωνας]], ο (ΑΜ [[εὔζωνος]], -ον<br />Α και επικ. τ. ἐύζωνος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελαφρά]] οπλισμένος [[στρατιώτης]] που φέρει την εθνική [[στολή]] ([[φουστανέλα]], [[φέσι]], τσαρούχια), [[τσολιάς]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) ζωσμένη ωραία, με λεπτή [[μέση]], κομψή<br /><b>2.</b> ντυμένος [[ελαφρά]], ζωσμένος, [[έτοιμος]] για αγώνα ή [[πορεία]]<br /><b>3.</b> [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>4.</b> [[ευκίνητος]], [[ταχύς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελαφρά]] οπλισμένος [[στρατιώτης]] ([[κυρίως]] [[χωρίς]] τη [[βαριά]] [[ασπίδα]])<br /><b>2.</b> καλά οπλισμένος, με πλήρη [[εξάρτυση]]<br /><b>3.</b> καλά περιζωσμένος (α. «εὐζώνῳ τῇ κεφαλῇ» β. «εὐζώνους ἱματίων ἐπιζώστρας»)<br /><b>4.</b> αυτός που υποφέρεται εύκολα («[[εὔζωνος]] [[πενία]]»)<br /><b>5.</b> [[φτηνός]] («εὔζωνον καὶ [[οἷον]] εὐτελές»)<br /><b>6.</b> (για [[γυναίκα]]) εύτοκη, που έχει εύκολο τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζώνη]].
|mltxt=και [[εύζωνας]], ο (ΑΜ [[εὔζωνος]], -ον<br />Α και επικ. τ. ἐύζωνος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελαφρά]] οπλισμένος [[στρατιώτης]] που φέρει την εθνική [[στολή]] ([[φουστανέλα]], [[φέσι]], τσαρούχια), [[τσολιάς]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) ζωσμένη ωραία, με λεπτή [[μέση]], κομψή<br /><b>2.</b> ντυμένος [[ελαφρά]], ζωσμένος, [[έτοιμος]] για αγώνα ή [[πορεία]]<br /><b>3.</b> [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>4.</b> [[ευκίνητος]], [[ταχύς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελαφρά]] οπλισμένος [[στρατιώτης]] ([[κυρίως]] [[χωρίς]] τη [[βαριά]] [[ασπίδα]])<br /><b>2.</b> καλά οπλισμένος, με πλήρη [[εξάρτυση]]<br /><b>3.</b> καλά περιζωσμένος (α. «εὐζώνῳ τῇ κεφαλῇ» β. «εὐζώνους ἱματίων ἐπιζώστρας»)<br /><b>4.</b> αυτός που υποφέρεται εύκολα («[[εὔζωνος]] [[πενία]]»)<br /><b>5.</b> [[φτηνός]] («εὔζωνον καὶ [[οἷον]] εὐτελές»)<br /><b>6.</b> (για [[γυναίκα]]) εύτοκη, που έχει εύκολο τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζώνη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔζωνος:''' Επικ. ἐΰζ-, -ον ([[ζώνη]]),·<br /><b class="num">1.</b> καλοζωσμένος, λέγεται για γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άνδρες, ζωσμένος για [[άσκηση]], ντυμένος για [[περπάτημα]], [[πορεία]], [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]], το [[alte]] [[praecinctus]] του Ορατ., σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για [[ελαφρά]] οπλισμένα στρατιωτικά σώματα, μη φορτωμένος, «[[ψιλός]]», Λατ. [[expeditus]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[ευβάστακτος]], [[πενία]], σε Πλούτ.
}}
}}