ευρεσίτεχνος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὑρεσίτεχνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευρεσίτεχνο</i><br />[[δίπλωμα]] ευρεσιτεχνίας<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανακαλύπτει τέχνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]]) -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>τεχνος</i>, [[κακό]]-<i>τεχνος</i>).
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὑρεσίτεχνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευρεσίτεχνο</i><br />[[δίπλωμα]] ευρεσιτεχνίας<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανακαλύπτει τέχνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]]) -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. <i>έν</i>-<i>τεχνος</i>, [[κακό]]-<i>τεχνος</i>).
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὑρεσίτεχνος, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευρεσίτεχνο
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
αρχ.
αυτός που ανακαλύπτει τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω) -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν-τεχνος, κακό-τεχνος).