ευπόρφυρος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπόρφυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λαμπρό πορφυρό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πορφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-[[πόρφυρος]].
|mltxt=[[εὐπόρφυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λαμπρό πορφυρό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πορφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]]), [[πρβλ]]. <i>αλι</i>-[[πόρφυρος]].
}}
}}

Revision as of 09:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐπόρφυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πορφυρος (< πορφύρα), πρβλ. αλι-πόρφυρος.