Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηδύκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug

Menander, Monostichoi, 238
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδύκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον [[δένδρον]]», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[καρπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καρπός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκύ</i>-<i>καρπος</i>, <i>ξηρό</i>-<i>καρπος</i>].
|mltxt=[[ἡδύκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον [[δένδρον]]», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[καρπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καρπός]]), [[πρβλ]]. <i>γλυκύ</i>-<i>καρπος</i>, <i>ξηρό</i>-<i>καρπος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡδύκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον δένδρον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -καρπός (< καρπός), πρβλ. γλυκύ-καρπος, ξηρό-καρπος].