Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηλιοσκόπιος: Difference between revisions

From LSJ

Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg

Menander, Monostichoi, 534
(16)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἡλιοσκόπιος]], -ον) [[ηλιοσκόπος]]<br />αυτός που βλέπει [[προς]] τον ήλιο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ηλιοσκόπιο]]<br />όργανο που χρησιμοποιείται [[κατά]] την τηλεσκοπική [[παρατήρηση]] του ήλιου για την [[ελάττωση]] της έντασης του φωτός του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἡλιοσκόπιος]] [[τιθύμαλλος]]» — [[είδος]] φυτού.
|mltxt=-ο (Α [[ἡλιοσκόπιος]], -ον) [[ηλιοσκόπος]]<br />αυτός που βλέπει [[προς]] τον ήλιο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ηλιοσκόπιο]]<br />όργανο που χρησιμοποιείται [[κατά]] την τηλεσκοπική [[παρατήρηση]] του ήλιου για την [[ελάττωση]] της έντασης του φωτός του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἡλιοσκόπιος]] [[τιθύμαλλος]]» — [[είδος]] φυτού.
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ο (Α ἡλιοσκόπιος, -ον) ηλιοσκόπος
αυτός που βλέπει προς τον ήλιο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηλιοσκόπιο
όργανο που χρησιμοποιείται κατά την τηλεσκοπική παρατήρηση του ήλιου για την ελάττωση της έντασης του φωτός του
αρχ.
φρ. «ἡλιοσκόπιος τιθύμαλλος» — είδος φυτού.