ελάττωση

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἐλάττωσις)
το να γίνεται κάτι λιγότερο ή μικρότερο, η μείωση («η ελάττωση τών δαπανών», «η ελάττωση του μήκους»)
αρχ.
1. ήττα
2. ζημιά, απώλεια
3. απώλεια υγείας ή αγαθού
4. μειονέκτημα.