ελάττωση

From LSJ

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἐλάττωσις)
το να γίνεται κάτι λιγότερο ή μικρότερο, η μείωση («η ελάττωση τών δαπανών», «η ελάττωση του μήκους»)
αρχ.
1. ήττα
2. ζημιά, απώλεια
3. απώλεια υγείας ή αγαθού
4. μειονέκτημα.