ἤπου: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(16)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἦπου]] και ἦ που (Α)<br /><b>1.</b> [[αλήθεια]], πραγματικά, βεβαίως («ἦ που σοφὸς ἦν [[ὅστις]] ἔφασκεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε ερωτήσεις με δισταγμό) [[αλήθεια]]; [[είναι]] δυνατόν; («ἦ πού τις νήσων [[εὐδείελος]], ἠέ τις [[ἀκτή]] [...] ἠπείροιο;», <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=[[ἦπου]] και ἦ που (Α)<br /><b>1.</b> [[αλήθεια]], πραγματικά, βεβαίως («ἦ που σοφὸς ἦν [[ὅστις]] ἔφασκεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε ερωτήσεις με δισταγμό) [[αλήθεια]]; [[είναι]] δυνατόν; («ἦ πού τις νήσων [[εὐδείελος]], ἠέ τις [[ἀκτή]] [...] ἠπείροιο;», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἤπου:''' ή [[ἤπου]], με τροποποιημένη [[σημασία]] από το <i>που</i>, [[παρά]] ίσως, ή [[ενδεχομένως]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1175] richtiger getrennt geschrieben, oder wohl, oder vielleicht, oder etwa, Il. 6, 438 Od. 11, 459, nach einem comparat. = als etwa. Vgl. ἤ.

Greek (Liddell-Scott)

ἤπου: ἢ (κατὰ Wolf) ἢ που, = μὲ ἀμφοτέρας τὰς ἐννοίας, ἢ καὶ παρά, τροποποιουμένας διὰ τοῦ που, ἢ ἴσως, παρὰ ἴσως, Ἰλ. Ζ. 438, Ὀδ. Λ. 459.

French (Bailly abrégé)

conj.
ou bien, ou peut-être.
Étymologie: ἤ, που.

Greek Monolingual

ἦπου και ἦ που (Α)
1. αλήθεια, πραγματικά, βεβαίως («ἦ που σοφὸς ἦν ὅστις ἔφασκεν», Αριστοφ.)
2. (σε ερωτήσεις με δισταγμό) αλήθεια; είναι δυνατόν; («ἦ πού τις νήσων εὐδείελος, ἠέ τις ἀκτή [...] ἠπείροιο;», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἤπου: ή ἤπου, με τροποποιημένη σημασία από το που, παρά ίσως, ή ενδεχομένως, σε Όμηρ.