θηριοφόνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηριοφόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει ή έχει σκοτώσει θηρία<br /><b>2.</b> [[κυνηγός]] θηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δολο</i>-[[φόνος]], <i>ταυρο</i>-[[φόνος]].
|mltxt=[[θηριοφόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει ή έχει σκοτώσει θηρία<br /><b>2.</b> [[κυνηγός]] θηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]]), [[πρβλ]]. <i>δολο</i>-[[φόνος]], <i>ταυρο</i>-[[φόνος]].
}}
}}

Revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

θηριοφόνος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώνει ή έχει σκοτώσει θηρία
2. κυνηγός θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -φόνος (< φόνος), πρβλ. δολο-φόνος, ταυρο-φόνος.