θρονούμαι: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=θρονοῦμαι, -όομαι (Α) [[θρόνος]]<br />εγκαθίοταμαι στον θρόνο, ενθρονίζομαι. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:35, 26 March 2021
Greek Monolingual
θρονοῦμαι, -όομαι (Α) θρόνος
εγκαθίοταμαι στον θρόνο, ενθρονίζομαι.