θίβις: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θῑβις και [[θίβις]], -εως ἡ (Α)<br />[[καλάθι]] πλεγμένο από πάπυρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως<br /><b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>t</i><i>ē</i><i>bh</i><i>ā</i><i>h</i>, το οποίο προήλθε με τη [[σειρά]] του από αιγυπτ. <i>db</i>',<i>t</i> «[[κιβώτιο]]»].
|mltxt=θῑβις και [[θίβις]], -εως ἡ (Α)<br />[[καλάθι]] πλεγμένο από πάπυρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως<br />[[πρβλ]]. εβρ. <i>t</i><i>ē</i><i>bh</i><i>ā</i><i>h</i>, το οποίο προήλθε με τη [[σειρά]] του από αιγυπτ. <i>db</i>',<i>t</i> «[[κιβώτιο]]»].
}}
}}

Revision as of 09:33, 23 August 2021

Greek Monolingual

θῑβις και θίβις, -εως ἡ (Α)
καλάθι πλεγμένο από πάπυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως
πρβλ. εβρ. tēbhāh, το οποίο προήλθε με τη σειρά του από αιγυπτ. db',t «κιβώτιο»].