ιδιόπλαστος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰδιόπλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που πλάστηκε [[μόνος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), | |mltxt=[[ἰδιόπλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που πλάστηκε [[μόνος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>πλαστος</i>, <i>πρωτό</i>-<i>πλαστος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἰδιόπλαστος, -ον (Α)
αυτός που πλάστηκε μόνος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. κακό-πλαστος, πρωτό-πλαστος].