ἱερατευματικός: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(17) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱερατευματικός]], -ή, -όν (Α) [[ιεράτευμα]]<br />ο [[ιερατικός]]. | |mltxt=[[ἱερατευματικός]], -ή, -όν (Α) [[ιεράτευμα]]<br />ο [[ιερατικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱερᾱτευματικός:''' -ή, -όν, [[ιερατικός]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1240] = ἱερατικός, ὑπομνήματα Plut. Marc. 5, nach Schäfer.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱτευματικός: -ή, -όν, ἱερατικός, Ἐπιγραφ. Murat. σ. 632, Πλουτ. Μάρκ. 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
sacerdotal.
Étymologie: ἱεράτευμα.
Greek Monolingual
ἱερατευματικός, -ή, -όν (Α) ιεράτευμα
ο ιερατικός.
Greek Monotonic
ἱερᾱτευματικός: -ή, -όν, ιερατικός, σε Πλούτ.