Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ίνουλα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(17)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἴνουλα, ἡ (Μ)<br />το [[ελένιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. του λατ. τ. <i>inula</i> «[[ελένιο]]»].
|mltxt=ἴνουλα, ἡ (Μ)<br />το [[ελένιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Μεταφορά στην ελλ. του λατ. τ. <i>inula</i> «[[ελένιο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἴνουλα, ἡ (Μ)
το ελένιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στην ελλ. του λατ. τ. inula «ελένιο»].