Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ίνουλα

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349

Greek Monolingual

ἴνουλα, ἡ (Μ)
το ελένιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στην ελλ. του λατ. τ. inula «ελένιο»].