ελένιο

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

το (Α ἑλένιον)
νεοελλ.
πολυετές φυτό της Αμερικής, της οικογένειας τών συνθέτων
αρχ.
1. ονομασία φυτού, κόνυζα
2. βοτάνι το οποίο πίστευαν ότι έσπειρε η Ελένη για να εξοντώσει τα φίδια.