ισαριθμώ: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
(18)
 
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἰσαριθμῶ, -έω (Μ) [[ισάριθμος]]<br />[[είμαι]] [[ισάριθμος]], [[είμαι]] [[ίσος]] [[κατά]] τον αριθμό («στρατόν ἰσαριθμοῡντα ψάμμῳ τῇ θαλασσίᾳ»«, Τζέτζ.).
|mltxt=ἰσαριθμῶ, -έω (Μ) [[ισάριθμος]]<br />[[είμαι]] [[ισάριθμος]], [[είμαι]] [[ίσος]] [[κατά]] τον αριθμό («στρατόν ἰσαριθμοῦντα ψάμμῳ τῇ θαλασσίᾳ»«, Τζέτζ.).
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἰσαριθμῶ, -έω (Μ) ισάριθμος
είμαι ισάριθμος, είμαι ίσος κατά τον αριθμό («στρατόν ἰσαριθμοῦντα ψάμμῳ τῇ θαλασσίᾳ»«, Τζέτζ.).