ισομήκης: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όμηκες (Α [[ἰσομήκης]], -όμηκες)<br />[[ίσος]] με άλλον [[κατά]] το [[μήκος]] («[[ἰσομήκης]] πως τῇ Ἀττικῇ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδιο</i>-<i>μήκης</i>, <i>στενο</i>-<i>μήκης</i>].
|mltxt=-όμηκες (Α [[ἰσομήκης]], -όμηκες)<br />[[ίσος]] με άλλον [[κατά]] το [[μήκος]] («[[ἰσομήκης]] πως τῇ Ἀττικῇ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), [[πρβλ]]. <i>ιδιο</i>-<i>μήκης</i>, <i>στενο</i>-<i>μήκης</i>].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-όμηκες (Α ἰσομήκης, -όμηκες)
ίσος με άλλον κατά το μήκοςἰσομήκης πως τῇ Ἀττικῇ», Στράβ.)
αρχ.
(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ιδιο-μήκης, στενο-μήκης].