ισοαχθής: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσοαχθής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄχθος]] «[[βάρος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαρυ</i>-<i>αχθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>αχθής</i>].
|mltxt=[[ἰσοαχθής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄχθος]] «[[βάρος]]»), [[πρβλ]]. <i>βαρυ</i>-<i>αχθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>αχθής</i>].
}}
}}

Revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσοαχθής, -ές (Α)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -αχθής (< ἄχθος «βάρος»), πρβλ. βαρυ-αχθής, πολυ-αχθής].