ισοαχθής

From LSJ

Greek Monolingual

ἰσοαχθής, -ές (Α)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -αχθής (< ἄχθος «βάρος»), πρβλ. βαρυαχθής, πολυαχθής].