Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κανονιέρης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[πυροβολητής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που συστηματικά αποφεύγει να εξοφλεί τα χρέη του, χρεωκοπημένος<br />β) αυτός που απουσιάζει συστηματικά και αδικαιολόγητα από την [[εργασία]] του, [[κυρίως]] για μαθητές<br />γ) [[μαθητής]] που απέτυχε στα μαθήματα, που απορρίφθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>canonnier</i> <span style="color: red;"><</span> <i>canon</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κανόνι]] [Ι]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ier</i>].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[πυροβολητής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που συστηματικά αποφεύγει να εξοφλεί τα χρέη του, χρεωκοπημένος<br />β) αυτός που απουσιάζει συστηματικά και αδικαιολόγητα από την [[εργασία]] του, [[κυρίως]] για μαθητές<br />γ) [[μαθητής]] που απέτυχε στα μαθήματα, που απορρίφθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>canonnier</i> <span style="color: red;"><</span> <i>canon</i> ([[πρβλ]]. [[κανόνι]] [Ι]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ier</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. πυροβολητής
2. μτφ. α) αυτός που συστηματικά αποφεύγει να εξοφλεί τα χρέη του, χρεωκοπημένος
β) αυτός που απουσιάζει συστηματικά και αδικαιολόγητα από την εργασία του, κυρίως για μαθητές
γ) μαθητής που απέτυχε στα μαθήματα, που απορρίφθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. canonnier < canon (πρβλ. κανόνι [Ι]) + κατάλ. -ier].