πυροβολητής
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
ο, Ν
στρατιώτης ή ναύτης ασχολούμενος με τον χειρισμό πυροβόλου, κανονιέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβολώ. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πυροβοληταί, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].