κατοικτίζω: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατοικτίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ευσπλαγχνίζομαι]] κάποιον, [[κατοικτείρω]] («τοὺς δὲ σοὺς [[ὅποι]] θεοὶ πόνους κατοικτιοῡσιν οὐκ ἔχω μαθεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγείρω]] τον οίκτο («τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἤ τέρψαντά τι ἤ δυσχεράναντ' ἤ κατοικτίσαντά πως», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατοικτίζομαι</i><br />[[θρηνώ]] για τον εαυτό μου, [[λυπάμαι]] τον εαυτό μου («τὸν ἂν ἴδωνται ἀποκλαύσαντα ἢ κατοικτισάμενον», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἰκτίζω]] «[[δείχνω]] οίκτο, [[λυπάμαι]]» (<span style="color: red;"><</span> [[οἶκτος]])].
|mltxt=[[κατοικτίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ευσπλαγχνίζομαι]] κάποιον, [[κατοικτείρω]] («τοὺς δὲ σοὺς [[ὅποι]] θεοὶ πόνους κατοικτιοῡσιν οὐκ ἔχω μαθεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγείρω]] τον οίκτο («τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἤ τέρψαντά τι ἤ δυσχεράναντ' ἤ κατοικτίσαντά πως», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατοικτίζομαι</i><br />[[θρηνώ]] για τον εαυτό μου, [[λυπάμαι]] τον εαυτό μου («τὸν ἂν ἴδωνται ἀποκλαύσαντα ἢ κατοικτισάμενον», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἰκτίζω]] «[[δείχνω]] οίκτο, [[λυπάμαι]]» (<span style="color: red;"><</span> [[οἶκτος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατοικτίζω:''' μέλ. —σω = [[κατοικτείρω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">I.</b> Μέσ., [[θρηνώ]] κάποιον, [[εκφέρω]] θρήνους, [[θρηνολογώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως στον Παθ. αόρ. αʹ <i>κατῳκτίσθην</i>, σε Ευρ.· με αιτ. πράγμ. όπως στην Ενεργ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[υποκινώ]], [[εγείρω]] τον οίκτο, σε Σοφ.
}}
}}