3,274,917
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατοικτίζω:''' μέλ. —σω = [[κατοικτείρω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">I.</b> Μέσ., [[θρηνώ]] κάποιον, [[εκφέρω]] θρήνους, [[θρηνολογώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως στον Παθ. αόρ. αʹ <i>κατῳκτίσθην</i>, σε Ευρ.· με αιτ. πράγμ. όπως στην Ενεργ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[υποκινώ]], [[εγείρω]] τον οίκτο, σε Σοφ. | |lsmtext='''κατοικτίζω:''' μέλ. —σω = [[κατοικτείρω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">I.</b> Μέσ., [[θρηνώ]] κάποιον, [[εκφέρω]] θρήνους, [[θρηνολογώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως στον Παθ. αόρ. αʹ <i>κατῳκτίσθην</i>, σε Ευρ.· με αιτ. πράγμ. όπως στην Ενεργ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[υποκινώ]], [[εγείρω]] τον οίκτο, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατοικτίζω [κάτοικτος] Ion. imperf. med. 3 sing. κατοικτίζετο; fut. κατοικτιῶ medelijden hebben, met acc. v. (oor)zaak; med. met aor. pass. jammeren, klagen: abs.:; εἰ κατῳκτίσθην ἄγαν als ik te veel gejammerd heb Eur. IA. 686; met acc.: στρατόν om het leger Aeschl. Pers. 1062 ( lyr. ). causat. medelijden oproepen. | |||
}} | }} |