καταπελτικός: Difference between revisions

2b
(19)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπελτικός]] και [[καταπαλτικός]], -ή, -όν (Α) [[καταπέλτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καταπέλτη («καταπελτικὰ ὄργανα καὶ βέλη», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>το καταπελτικά</i> ή <i>καταπαλτικά</i><br />οι καταπέλτες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ καταπελτικόν</i> ή <i>καταπαλτικόν</i><br />το αρχαίο «[[πυροβολικό]]», δηλ. οι συστοιχίες καταπελτών που έβαλλαν πυροφόρα βέλη (<b>Διόδ.</b>).
|mltxt=[[καταπελτικός]] και [[καταπαλτικός]], -ή, -όν (Α) [[καταπέλτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καταπέλτη («καταπελτικὰ ὄργανα καὶ βέλη», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>το καταπελτικά</i> ή <i>καταπαλτικά</i><br />οι καταπέλτες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ καταπελτικόν</i> ή <i>καταπαλτικόν</i><br />το αρχαίο «[[πυροβολικό]]», δηλ. οι συστοιχίες καταπελτών που έβαλλαν πυροφόρα βέλη (<b>Διόδ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''καταπελτικός:''' стрелометательный (ὄργανα καὶ βέλῃ Polyb.; [[βέλος]] Plut.).
}}
}}