καταπέλτης
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
English (LSJ)
v. καταπάλτης.
German (Pape)
[Seite 1368] ὁ (πάλλω?), die Katapulte, eine Wurfmaschine, die, mit Sehnen bespannt, Pfeile u. dgl. schleudert; ὁ τὸν καταπέλτην βουλόμενος ἀφεῖναι Arist. Eth. 3, 1; Pol. 1, 53, 11 u. öfter, wie Sp., vgl. Vitruv. 10, 15. 18; οὔδ' εἰ καταπέλτην ὑπομένοιεν S. Emp. adv. gr. 145. – Auch ein Marterwerkzeug, D. Sic. 20, 71 Charit. 3, 4.
Russian (Dvoretsky)
καταπέλτης: v.l. καταπάλτης, ου ὁ (лат. catapulta) катапельт или катапульта
1 стрелометательная машина Arst., Polyb., Plut.;
2 орудие пытки Diod.
French (Bailly abrégé)
v. καταπάλτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπέλτης zie καταπάλτης.
Greek (Liddell-Scott)
καταπέλτης: -ου, (ἐκ τοῦ καταπάλλω, διὸ καὶ φέρεται ἡ γραφή: καταπάλτης ἐν Ἐπιγραφῖς, Συλλογ. Ἐπιγραφ. 2360, 36, Ussing Ἀττ. Ἐπιγράμ. 57, 14)·- πολεμικὴ μηχανὴ δι’ ἧς ἔπαλλον, ἐξηκόντιζον βέλη, Λατ. catapulta, κατὰ πρῶτον ἀναφερόμενος ὑπὸ ποιητῶν τῆς μέσης Κωμῳδίας, ὁπότε ἡ Μακεδονικὴ δύναμις ἤρξατο γινομένη ἐπίφοβος, Μνησίμ. ἐν «Φιλίππ.» 1, Τιμοκλ. «ἐν Ἡρ.» κ. ἀφιέναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17· πρβλ. Ἀκουστ. 9, Peirzon. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6, 16, Wess. 14, 42· καταπέλτας καὶ πετροβολικὰ ὄργανα Πολύβ. 1. 53, 11· καταπέλται τριπήχεις 5. 88, 7· καὶ πετροβόλους καταπέλτας Διόδ. 17. 45· καταπέλται ὀξυβελεῖς Ἀππ. Ἱσπ. 92· μεταφορ., οἱ λόγοι τοῦ Δημοσθένους, ὥσπερ καταπέλται καὶ κριοὶ διέσειον καὶ κατήραττον τὰ βουλεύματα τοῦ Φιλίππου Λουκ. (;) 1, 915· ὅταν πολιορκῇ Ἀθήνας μυρίαις πανοπλίαις καὶ τοῖς ἴσοις καταπέλταις καὶ πᾶσι τοῖς ἄλλοις βέλεσιν εἰς τὸν πόλεμον ἱκανοῖς Ἀθήν. 12. (538, Β)· κατ. Μακεδονικοὶ Πολυδ. Α', 139· ἐν Ἐπιγρ. εὕρηται καί. κ. λιθοβόλοι, ὀξυβόλοι, εἰς τοὺς καταπέλτας νευρὰς ἐπέδωκεν Dittenb. 2) τὸ βέλος ἢ βλῆμα καθόλου τοῦ καταπέλτου, Ἡσύχ. ΙΙ. βασανιστήριόν τι ὄργανον, ὡς ὅπλον, χαλκοῦν, ἐν ᾧ ἐξαρθροῦσι τὰ μέλη οι δήμιοι, ἣν οὐδὲν ἔκαμψεν, οὐδὲν ἐμαλάκισεν οὐκ ἀρθρέμβολον προτεινόμενον, οὐ τροχοὶ προβαλλόμενοι οὐ καταπέλται Γρηγορ. Ἐγκώμ. εἰς Μακκ., Διόδ. 20, 71, Χαρίτων 3, 4, Ἑβδ. (Δ' Μακκ. Η', 12).
Greek Monolingual
ο (AM καταπέλτης, Α και επιγρ. καταπάλτης)
πολεμική μηχανή με την οποία εξακόντιζαν βέλη ή πέτρες
νεοελλ.
1. ναυτ. μηχανισμός τών αεροπλανοφόρων ο οποίος χρησιμοποιείται για την εκτίναξη και απονήωση τών αεροπλάνων
2. φρ. (για απροσδόκητη συμφορά) «μού ήλθε καταπέλτης» — μέ βρήκε ξαφνικά χωρίς να το περιμένω, μέ άφησε κατάπληκτο
μσν.
βασανιστήριο όργανο με το οποίο εξάρθρωναν τα μέλη τών καταδίκων
αρχ.
το βέλος ή το βλήμα πολεμικής μηχανής που εξακόντιζε βέλη, τα βλήμα καταπέλτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πέλτης / -πάλτης (< πάλλω «στριφογυρίζω»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.].
Translations
catapult
Albanian: hobe, plengë; Arabic: مَنْجَنِيق, مِرْجَام; Armenian: բաբան; Azerbaijani: katapult; Belarusian: катапульта; Bulgarian: катапулт; Catalan: catapulta; Chinese Mandarin: 彈射器, 弹射器, 投石機, 投石机; Corsican: catapulta; Czech: katapult; Danish: katapult; Dutch: katapult; Esperanto: katapulto; Estonian: heitemasin, katapult; Finnish: katapultti, heittokone; French: catapulte; Galician: catapulta; Georgian: კატაპულტა, ფილაკვანი; Old Georgian: ფილაკვანი; German: Katapult; Greek: καταπέλτης; Ancient Greek: καταπάλτης; Hebrew: קָטָפּוּלְטָה; Hindi: गुलेल, अवक्षेपक; Hungarian: hajítógép, katapult; Italian: catapulta; Japanese: カタパルト, 投石機, 投石器; Kazakh: катапульта; Korean: 캐터펄트, 투석기(投石器); Kyrgyz: катапульта; Latin: catapulta; Latvian: katapulta; Lithuanian: katapulta; Macedonian: катапулт; Malay: tarpil; Norwegian Bokmål: katapult; Nynorsk: katapult; Persian: منجنیق, منجنیک; Polish: katapulta; Portuguese: catapulta; Romanian: catapultă; Russian: катапульта; Serbo-Croatian Cyrillic: ката̀пулт; Roman: katàpult; Slovak: katapult; Slovene: katapult; Spanish: catapulta; Swedish: katapult; Tagalog: palintong; Tajik: манҷаниқ, катапулта; Thai: แคทะพัลต์; Turkish: mancınık; Ukrainian: катапульта; Urdu: مِنجَنِیق; Uzbek: manjaniq; Vietnamese: máy bắn đá