Κέλτες: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(20)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=οι (Α Κέλται και [[Κελτοί]], θηλ. Κελτίδες)<br /><b>ως κύρ. όν.</b> [[ομάδα]] λαών ινδοευρωπαϊκής καταγωγής που ξεχώρισαν από τις ινδοευρωπαϊκές ομάδες [[κατά]] τις αρχές της 2ης π.Χ. χιλιετίας, εξαπλώθηκαν σε διάφορα [[σημεία]] της Ευρώπης (Βρετανία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία <b>κ.λπ.</b>), αναμίχθηκαν με άλλους λαούς, δημιούργησαν ιδιότυπο πολιτισμό και υποτάχθηκαν τελικώς [[κατά]] τον 1ο μ.Χ. αιώνα στους Ρωμαίους, οι οποίοι τους ονόμαζαν Γαλάτες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως προσηγ.</b> <i>οι κέλτες</i><br />λίθινα εργαλεία της παλαιολιθικής εποχής με [[σχήμα]] σφηνοειδές ή αμυγδαλοειδές, που βρέθηκαν σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και θεωρήθηκαν ως όπλα τών Κελτών, απ' όπου και πήραν την [[ονομασία]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>Celtae</i>].
|mltxt=οι (Α Κέλται και [[Κελτοί]], θηλ. Κελτίδες)<br /><b>ως κύρ. όν.</b> [[ομάδα]] λαών ινδοευρωπαϊκής καταγωγής που ξεχώρισαν από τις ινδοευρωπαϊκές ομάδες [[κατά]] τις αρχές της 2ης π.Χ. χιλιετίας, εξαπλώθηκαν σε διάφορα [[σημεία]] της Ευρώπης (Βρετανία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία <b>κ.λπ.</b>), αναμίχθηκαν με άλλους λαούς, δημιούργησαν ιδιότυπο πολιτισμό και υποτάχθηκαν τελικώς [[κατά]] τον 1ο μ.Χ. αιώνα στους Ρωμαίους, οι οποίοι τους ονόμαζαν Γαλάτες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως προσηγ.</b> <i>οι κέλτες</i><br />λίθινα εργαλεία της παλαιολιθικής εποχής με [[σχήμα]] σφηνοειδές ή αμυγδαλοειδές, που βρέθηκαν σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και θεωρήθηκαν ως όπλα τών Κελτών, απ' όπου και πήραν την [[ονομασία]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>Celtae</i>].
}}
}}

Latest revision as of 21:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

οι (Α Κέλται και Κελτοί, θηλ. Κελτίδες)
ως κύρ. όν. ομάδα λαών ινδοευρωπαϊκής καταγωγής που ξεχώρισαν από τις ινδοευρωπαϊκές ομάδες κατά τις αρχές της 2ης π.Χ. χιλιετίας, εξαπλώθηκαν σε διάφορα σημεία της Ευρώπης (Βρετανία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία κ.λπ.), αναμίχθηκαν με άλλους λαούς, δημιούργησαν ιδιότυπο πολιτισμό και υποτάχθηκαν τελικώς κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα στους Ρωμαίους, οι οποίοι τους ονόμαζαν Γαλάτες
νεοελλ.
ως προσηγ. οι κέλτες
λίθινα εργαλεία της παλαιολιθικής εποχής με σχήμα σφηνοειδές ή αμυγδαλοειδές, που βρέθηκαν σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και θεωρήθηκαν ως όπλα τών Κελτών, απ' όπου και πήραν την ονομασία τους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. Celtae].