Κερκυραίος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(20)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ Κερκυραῑος, -αῑα, -ον, Α αρσ. και Κέρκυρ, -υρος) [[Κέρκυρα]]<br />ο [[κάτοικος]] της Κέρκυρας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «Κερκυραία [[μάστιξ]]» — φοβερό [[βασανιστήριο]] όργανο, [[είδος]] μαστιγίου που αποτελούνταν από πολλές λωρίδες.
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ Κερκυραῖος, -αῑα, -ον, Α αρσ. και Κέρκυρ, -υρος) [[Κέρκυρα]]<br />ο [[κάτοικος]] της Κέρκυρας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «Κερκυραία [[μάστιξ]]» — φοβερό [[βασανιστήριο]] όργανο, [[είδος]] μαστιγίου που αποτελούνταν από πολλές λωρίδες.
}}
}}

Revision as of 12:55, 28 March 2021

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ Κερκυραῖος, -αῑα, -ον, Α αρσ. και Κέρκυρ, -υρος) Κέρκυρα
ο κάτοικος της Κέρκυρας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν
αρχ.
φρ. «Κερκυραία μάστιξ» — φοβερό βασανιστήριο όργανο, είδος μαστιγίου που αποτελούνταν από πολλές λωρίδες.