κεραστίς: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(20)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεραστίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />(θηλ. του [[κεραστής]]) η Ιώ με τα κέρατα αγελάδας.
|mltxt=[[κεραστίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />(θηλ. του [[κεραστής]]) η Ιώ με τα κέρατα αγελάδας.
}}
{{elnl
|elnltext=κεραστίς -ίδος [κεράστης] gehoornd.
}}
}}

Revision as of 10:32, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1422] ίδος, ἡ, fem. zu κεραστής, Arcad. p. 35, 19.

Greek (Liddell-Scott)

κεραστίς: -ίδος, ἡ, ἴδε κεράστης.

Greek Monolingual

κεραστίς, -ίδος, ἡ (Α)
(θηλ. του κεραστής) η Ιώ με τα κέρατα αγελάδας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραστίς -ίδος [κεράστης] gehoornd.