κερχνωτός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(20)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερχνωτός]], -ή, -όν (Α) [[κέρχνος]] (II)]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ κερχνωτά<br />σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῡ χείλους, ποικίλα».
|mltxt=[[κερχνωτός]], -ή, -όν (Α) [[κέρχνος]] (II)]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ κερχνωτά<br />σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῦ χείλους, ποικίλα».
}}
}}

Revision as of 12:35, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερχνωτός Medium diacritics: κερχνωτός Low diacritics: κερχνωτός Capitals: ΚΕΡΧΝΩΤΟΣ
Transliteration A: kerchnōtós Transliteration B: kerchnōtos Transliteration C: kerchnotos Beta Code: kerxnwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A roughened, Id.s.v.κατακερχνοῦται: τὰ κ. embossed plate, Id.

Greek (Liddell-Scott)

κερχνωτός: -ή, -όν, τραχύς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κατακερχνοῦται· «τὰ κερχνωτά· σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῦ χείλους. ποικίλα» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

κερχνωτός, -ή, -όν (Α) κέρχνος (II)]
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ κερχνωτά
σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῦ χείλους, ποικίλα».