Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κοσκινιστής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
(21)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. κοσκινίστρ(ι)α<br /><b>1.</b> αυτός που κοσκινίζει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>η [[κοσκινίστρα]]<br />[[πλέγμα]] από [[σύρμα]] με οπές διαφόρων, [[κατά]] [[περίπτωση]], μεγεθών που χρησιμοποιείται για το [[κοσκίνισμα]] χώματος και άλλων υλικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοσκινίζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδαμάντιο Κοραή].
|mltxt=ο, θηλ. κοσκινίστρ(ι)α<br /><b>1.</b> αυτός που κοσκινίζει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η [[κοσκινίστρα]]<br />[[πλέγμα]] από [[σύρμα]] με οπές διαφόρων, [[κατά]] [[περίπτωση]], μεγεθών που χρησιμοποιείται για το [[κοσκίνισμα]] χώματος και άλλων υλικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοσκινίζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδαμάντιο Κοραή].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοσκινίστρ(ι)α
1. αυτός που κοσκινίζει
2. το θηλ. η κοσκινίστρα
πλέγμα από σύρμα με οπές διαφόρων, κατά περίπτωση, μεγεθών που χρησιμοποιείται για το κοσκίνισμα χώματος και άλλων υλικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσκινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδαμάντιο Κοραή].